Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

Πως αντιμετωπίζεται η πάσχουσα οικονομία της Ευρώπης;

Γιώργος Θεοχαρίδης
Cyprus International Institute of Management

Υπήρξε πολλή συζήτηση τον τελευταίο καιρό στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στην έδρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για την ανάγκη (ή όχι) των μη - συμβατικών νομισματικών εργαλείων για αναβίωση της πάσχουσας οικονομίας της Ευρώπης , όπως η ποσοτική χαλάρωση (QE). Από τη μία πλευρά, είναι ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, που νιώθει την ανάγκη ότι θα πρέπει να δράσει αποφασιστικά για να βοηθήσει την προβληματική οικονομία της ευρωζώνης και από την άλλη πλευρά υπάρχουν χώρες όπως η Γερμανία που αντιτίθενται σε αυτές τις κινήσεις φοβούμενοι ότι μπορεί να οδηγήσει σε απερίσκεπτο κρατικό δανεισμό και μακροχρόνιο πληθωρισμό. 
Υποστηρίζουν επίσης ότι θα μπορούσε να οδηγήσει σε διακοπή των προγραμμάτων προσαρμογής και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που πολλές ευρωπαϊκές χώρες θα πρέπει να περάσουν.
 

Η Ευρώπη διέρχεται μια δύσκολη περίοδο εδώ και αρκετό καιρό, με υψηλά επίπεδα ανεργίας (στο 11,5 % και 10 % για τη ζώνη του ευρώ και την ΕΕ - 28 , αντίστοιχα , για τον Οκτώβριο του 2014 , σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat), καθώς και ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα ανεργίας για τους νέους (κάτω των 25 ετών). Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία (Οκτώβριος 2014), το ποσοστό ανεργίας των νέων ήταν 23,5 % και 21,6 % για τη ζώνη του ευρώ και την ΕΕ - 28, αντίστοιχα. Επιπλέον, η ήπειρος υποφέρει από χαμηλά επίπεδα πληθωρισμού (υπάρχει ακόμη και ο φόβος του αποπληθωρισμού στο εγγύς μέλλον), δημοσιονομικά ελλείμματα σε πολλές χώρες και αργή ανάπτυξη. Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις, ο πληθωρισμός αναμένεται να είναι 0,3 % το Νοέμβριο του 2014, πολύ κάτω από το ποσοστό/στόχο της ΕΚΤ του 2 % που επιθυμεί να διατηρήσει μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, το εποχιακά προσαρμοσμένο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) αυξήθηκε μόνο κατά 0,2 % στη ζώνη του ευρώ (0,3 % στην ΕΕ - 28) κατά το τρίτο τρίμηνο του 2014 σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο. Τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ευρώπη είναι πολλά και περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την απώλεια της ανταγωνιστικότητας από άλλες περιοχές του πλανήτη (κυρίως για τις χώρες της Νότιας Ευρώπης), τις υπερβολικές και ανεξέλεγκτες κυβερνητικές δαπάνες του παρελθόντος που οδήγησαν σε συνεχή δημοσιονομικά ελλείμματα και αυξήσεις στο δημόσιο χρέος με ταχύτερους ρυθμούς από την αύξηση του ΑΕΠ, καθώς και τα χαμηλά ευρωπαϊκά ποσοστά γεννήσεων, σε συνδυασμό με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής, που αύξησε το κόστος των συντάξεων και της υγείας. Ταυτόχρονα, δεν υπάρχει δημοσιονομική ένωση, υπάρχει μια τραπεζική ένωση που μόλις πρόσφατα έχει τεθεί σε εφαρμογή, ενώ η νομισματική ένωση εμποδίζει τα κράτη μέλη να υποτιμήσουν το νόμισμά τους για την αντιμετώπιση της κρίσης.

Η ΕΚΤ έχει ανταποκριθεί στην κρίση με τη μείωση των επιτοκίων (βασικό επιτόκιο) σε ένα εξαιρετικό χαμηλό ποσοστό (0,05 %), καθώς και μια σειρά από στοχευμένες ενέργειες πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTROs) που στοχεύουν να προσφέρουν φθηνά δάνεια προς τις τράπεζες, προκειμένου να τα μεταβιβάζουν στην πραγματική οικονομία. Στο πρώτο TLTRO, η ΕΚΤ κατένειμε €82.6 δις στον τραπεζικό τομέα, ενώ το δεύτερο πρόγραμμα αναμένεται αυτό το μήνα με τις προβλέψεις της κατανομής των περίπου €150 δις, πολύ χαμηλότερο από το συνολικό στόχο των €400 δις που η ΕΚΤ είναι έτοιμη να παράσχει προς τις τράπεζες για το τρέχον έτος. Εάν αυτό το νομισματικό εργαλείο αποτύχει να αναζωογονήσει την οικονομία της ευρωζώνης, το επόμενο βήμα είναι για ένα ευρύ πρόγραμμα αγοράς κρατικών περιουσιακών στοιχείων, που είναι γνωστό ως ποσοτική χαλάρωση. Αυτό ήταν το πρόγραμμα που άλλες κεντρικές τράπεζες ( ΗΠΑ Fed, Τράπεζα της Αγγλίας, Τράπεζα της Ιαπωνίας) έχουν χρησιμοποιήσει μετά από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007-2009. Αυτό το πρόγραμμα συνέβαλε στην άμβλυνση των αρνητικών επιπτώσεων της κρίσης, με την οικονομία των ΗΠΑ να βρίσκεται τώρα σε μια ισχυρή ανάκαμψη γεγονός που μείωσε το ποσοστό ανεργίας στο 5,8 % για το μήνα Νοέμβριο του 2014.

Η πεποίθηση μου είναι ότι αυτό ακριβώς θα πρέπει να κάνει η ΕΚΤ. Παρά τις αντιρρήσεις των Γερμανών, ο Mario Draghi θα πρέπει να αντισταθεί και να χρησιμοποιήσει ένα τέτοιο πρόγραμμα για να αναβιώσει την πάσχουσα οικονομία της Ευρώπης, ενώ την ίδια στιγμή αυτό το πρόγραμμα θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα του χαμηλού πληθωρισμού (ή ακόμη και αποπληθωρισμού) που μπορεί να είναι πολύ επιζήμιος για οποιεσδήποτε προοπτικές ανάπτυξης στο εγγύς μέλλον.

Ο Δρ Γιώργος Θεοχαρίδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στον τομέα των Χρηματοοικονομικών στο CyprusInternational Institute of Management (CIIM) και Διευθυντής του Μεταπτυχιακού προγράμματος στις Χρηματοοικονομικές Υπηρεσίες (Msc in Financial Services).

Δεν υπάρχουν σχόλια: