Η απόφαση συνδέεται εν μέρει με την συνειδητοποίηση των Αμερικανών ότι η
Τουρκία επιχειρεί να διαδραματίσει ηγεμονικό ρόλο στο κομβικό γεωγραφικό
σημείο που συνδέει την ευρωπαϊκή ήπειρο με τα αραβικά κράτη, μέσα από τους
συνεχιζόμενους ελιγμούς και τις έκνομες ενέργειες σε αμφισβητούμενα ύδατα.
Αυτό από τη μία εικάζεται ότι θα συμβάλλει προς την ενίσχυση και περαιτέρω
υπόθαλψη της τρομοκρατίας σε αραβικά κράτη, μετά και από τις δράσεις της
Άγκυρας στο συριακό μέτωπο, ενώ από την άλλη η ενδυνάμωση της Τουρκίας στην
περιοχή θα σημάνει και αύξηση της ρωσικής επιρροής.
Η οικοδόμηση σχέσεων στρατιωτικής ισχύος μεταξύ Τουρκίας - Ρωσίας, έχει
αυξήσει το επίπεδο συναγερμού στα αμερικανικά πολιτικά λόμπι, μετά και την υπογραφή του συμβολαίου παράδοσης της
δεύτερης παρτίδας των αντιαεροπορικών πυραυλικών συστημάτων.
Οι δύο αυτοί άξονες εξωτερικής πολιτικής αποτέλεσαν την αφορμή για
την έγκριση της νομοθεσίας για την <<Ασφάλεια και Ενεργειακή
Εταιρική Σχέση της Ανατολικής Μεσογείου>> του 2019, μέσα από την
οποία η Ουάσιγκτον ενίσχυσε τις σχέσεις της με Ελλάδα και Κύπρο, σε μία
προσπάθεια να περιορίσουν τον ελλιμενισμό και ανεφοδιασμό ρωσικών σκαφών
στο λιμάνι της Λεμεσού.
Εντούτοις, μέχρι σήμερα, οι ΗΠΑ υπό την Προεδρία Τραμπ παρουσιάζονταν
διστακτικές να προβούν σε ενέργειες που θα χαλιναγωγούσαν την τουρκική
αποθράσυνση, μέσα από τις κινήσεις τακτικής του νεοσουλτάνου, σε μία σειρά από
ζητήματα που παραβίαζαν το διεθνές δίκαιο.
Πρόσφατο παράδειγμα αυτής της συμπεριφοράς του απερχόμενου προέδρου
Ντόναλντ Τραμπ είναι η υποχώρηση του από τις διακηρύξεις ότι θα κατέστρεφε
οικονομικά την Τουρκία, σε περίπτωση εισβολής της στη Βόρεια Συρία. Αντ’ αυτού,
όταν η Τουρκία ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2019 στρατιωτικές
επιχειρήσεις κατά της κουρδικής παραστρατιωτικής οργάνωσης YPG, στενό σύμμαχο των
Αμερικανών, η αμερικανική διπλωματία έδρασε «συγκαταβατικά», αποσύροντας τις
δυνάμεις της οργάνωσης από τη χώρα, κατά τη διάρκεια πενθήμερης εκεχειρίας που
συμφωνήθηκε μεταξύ Άγκυρας και Ουάσιγκτον.
Εντούτοις, υπήρξε ένα ευρύτερο χάσμα μεταξύ Τραμπ και Κογκρέσου, σε σχέση
με τις ισορροπίες που διατηρούσε ο Τραμπ έναντι των τουρκικών πολιτικών. Αυτό
ήταν διάχυτο στο ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο, μέσα από το οποίο ορίζονταν ή
εκφράζονταν οι διαφορές στην προσέγγιση τους.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η πρωτοβουλία για τις ανακοινώσεις, που
αφορούσαν στη νομοθεσία για την άρση του αμερικανικού εμπάργκο όπλων στην
Κύπρο, αλλά και στην καταδίκη από τις ΗΠΑ, της συνάντησης του Ταγίπ
Ερντογάν με τη Χαμάς, εκδόθηκαν από το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών και όχι
από τον Λευκό Οίκο, γεγονός που υποδεικνύει ότι ο Τραμπ ήθελε να διατηρήσει
ανοιχτές τις γραμμές με τον Ερντογάν. Άλλο ένα παράδειγμα αποτελεί η στάση
του Κογκρέσου να ταχθεί υπέρ της επιβολής κυρώσεων CAATSA στην Τουρκία,
σε αντίθεση με τον Τραμπ.
Η αλλαγή στη σκυτάλη της προεδρίας στις ΗΠΑ, υπό τη διοίκηση Μπάιντεν,
θεωρείται από πολλούς ως το έναυσμα που θα σημάνει την απαρχή της
εδραίωσης μίας σκληρότερης στάσης έναντι του Ερντογάν, η οποία θα συνάδει
περισσότερο με την πολιτική που ασκεί το Κογκρέσο.
Η διαφαινόμενη στάση του Τζο Μπάιντεν έναντι του Ερντογάν την περίοδο των
εκλογών προϊδεάζει το κλίμα, αφού στο πλαίσιο προεκλογικής συνέντευξης του ως
υποψήφιος των δημοκρατικών, είχε καλέσει την αντιπολίτευση στην Τουρκία
να «νικήσει τον Ερντογάν».
Με όλα αυτά υπόψη, οι χρονικές συγκυρίες είναι πιο ώριμες από ποτέ για την
περιστροφή του άξονα των διεθνών σχέσεων από πλευράς Κυπριακής Δημοκρατίας, η
οποία έχοντας ήδη θεμελιώσει σχέσεις συνεργασίας και συναντίληψης μέσα από
τριμερείς με την Ελλάδα, το Ισραήλ την Αίγυπτο και τετραμερούς διάσκεψης με τη
συμμετοχή των Αμερικανών, οφείλει να πάει ένα βήμα παρακάτω.
Δεν θα πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας ότι η απόφαση για άρση του
αμερικανικού εμπάργκο όπλων έχει ισχύ ενός χρόνου, στη διάρκεια του οποίου ο
Πρόεδρος Αναστασιάδης θα πρέπει να σπεύσει επιδιώξει μέσα από συνεχείς
συναντήσεις με την νέα αμερικανική κυβέρνηση και πρωτοβουλίες που θα
ενθαρρύνουν την περαιτέρω ενίσχυση και επίτευξη συνεργασιών σε νέους τομείς, την
αναβάθμιση της αμερικανικής οπτικής σε θέματα που αφορούν την εθνική μας
κυριαρχία.
Η ιστορική ευκαιρία για αλλαγή αυτού του πλέγματος των σχέσεων, σε
συνδυασμό με την επιμονή Κύπρου και Ελλάδας για την επίτευξη ευρωπαϊκών
κυρώσεων στο επερχόμενο Συμβούλιο Αρχηγών τον Μάρτιο, μπορεί να καταστούν
αφορμή για τον περιορισμό των κινήσεων του Ερντογάν έναντι των συμφερόντων της
Κυπριακής Δημοκρατίας.
Δρ Ελένη Σταύρου
Διεθνολόγος
Βουλευτής ΔΗΣΥ Λεμεσού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου