Η βία στην οικογένεια, από αρχαιοτάτων χρόνων, βρίσκει τις ρίζες της σε μία διαστρεβλωμένη κοινωνική αντίληψη που βλέπει στην κατανομή της δυναμικής ισχύος μεταξύ των δύο φύλων, στο πρότυπο μιας πατριαρχικής δομής.
Η νέα
οικογενειακή τραγωδία με θύμα μια 52χρονη μητέρα και τον 20χρονο γιο της, οι
οποίοι δεν ξέφυγαν της οργής του συζύγου και πατέρα αυτής της οικογένειας,
έρχεται να προστεθεί στον κατάλογο με τις περιπτώσεις όπως αυτή με το θάνατο
του Στυλιανού, όπου η πολιτεία απέτυχε να λειτουργήσει συντονισμένα, μέσα από
τις εξουσίες που παρέχει το σύνταγμα σε
κάθε κρατική υπηρεσία ξεχωριστά.
Σε αυτή την
περίπτωση τι έγινε; Ένας άντρας ο οποίος είχε διαπράξει στην ηλικία των 15 ένα
έγκλημα, τη δολοφονία μίας 11χρονης, κρίνεται ψυχιατρικά ασθενής και
νοσηλεύεται για το έγκλημα του από τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Με την
επανένταξη του στο κοινωνικό σύνολο, ακολουθεί την πεπατημένη της
παρακολούθησης από τις αρμόδιες υπηρεσίες και της χορήγησης φαρμακευτικής
αγωγής. Μέχρι εκεί όμως. Κανένας φάκελος που να υποδεικνύει το παρελθόν του,
χωρίς ναι μεν να τον στιγματίζει, αλλά να κοινοποιεί στο στενό και μόνο
περιβάλλον του το εύθραυστο της ψυχικής του κατάστασης. Καμία δράση που να
συμβάλλει προς την ορθή διάγνωση.
Με βάση τους
ισχυρισμούς της αδελφής της δολοφονηθείσας, η ίδια υποδείκνυε τα σημάδια σε
νοσηλευτικούς λειτουργούς που ήταν υπεύθυνοι για τη χορήγηση της φαρμακευτικής
του αγωγής, ότι υπήρχαν ξεσπάσματα βίας από τον 52χρονο ενάντια στα υπόλοιπα
μέλη της οικογένειας του.
Ανάμεσα στις άλλες
αρμοδιότητες του νοσηλευτή, είναι η ενημέρωση κρατικού ψυχιάτρου για την
οποιαδήποτε περίπτωση παρουσιάζει μία τέτοια συμπεριφορά που προμηνύει βία.
Πόσο μάλλον στη συγκεκριμένη, όπου και πάλι με βάση τους ισχυρισμούς, όχι μόνο
κοινοποιήθηκε σε νοσηλευτικούς λειτουργούς η κατάσταση του 52χρονου, αλλά και η
απροθυμία του να λάβει την φαρμακευτική αγωγή του.
Όταν μάλιστα η
ίδια γυναίκα, αναφέρει ότι όλα αυτά τα χρόνια επικοινωνούσε τηλεφωνικά με
αστυνομικό σταθμό για να καταγγείλει τα βίαια ξεσπάσματα του γαμπρού της, αλλά
οι αστυνομικοί παρέμεναν στο διαδικαστικό, ζητώντας της να προσέλθει στο σταθμό
μαζί με το γιο του 52χρονου για να δώσει κατάθεση, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι τα σημάδια που αγνοήθηκαν ήταν πολύ
περισσότερα. Η γυναίκα δεν πήγε ποτέ στην αστυνομία, ενημερώνοντας ότι υπήρχε
φόβος και δισταγμός στο να καταθέσουν, φοβούμενοι προφανώς για τις συνέπειες.
Όπως και πολλά θύματα βίας, μη γνωρίζοντας τα δικαιώματα τους με βάση τη
νομοθεσία, θεώρησαν, ίσως ακούγοντας για άλλες χιλιάδες περιπτώσεων ότι ο
52χρονος θα δεχόταν επίπληξη, μπορεί να ακόμη και να τον οδηγούσαν σε κράτηση,
αλλά μέχρι εκεί.
Θα επέστρεφε στο
σπίτι, στο περιβάλλον του και τότε η κατάσταση θα ήταν απρόβλεπτη. Ο θυμός
ενδεχομένως μεγαλύτερος, όπως και τα ξεσπάσματα του. Σε τέτοιες περιπτώσεις,
όπου το θύμα ή άνθρωποι δίπλα του, επιδεικνύουν δισταγμό, το λιγότερο που έχει
να κάνει ο οποιοσδήποτε αστυνομικός ή λειτουργός είναι να παρέμβει αυτόβουλα
και να ενημερώσει άμεσα τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας και το γραφείο ευημερίας.
Τουλάχιστον αυτό αναφέρουν τα σεμινάρια ευαισθητοποίησης που έγιναν στην
αστυνομία.
Υπάρχει μία
μεγάλη μερίδα αστυνομικών που πηγαίνει πέραν και πάνω από το καθήκον,
υπερβαίνοντας πολλές φορές το ρόλο τους για να βοηθήσουν. Είναι όμως και αυτή η
μικρή μερίδα με τα σάπια μήλα, όπως σε κάθε σοδιά, που επικαλείται την
υποστελέχωση ή ποντάρει στην έλλειψη γνώσης από τα θύματα για τα δικαιώματα
τους, η οποία κλείνει το βιβλίο της αστυνομίας με μια καταγραφή και μόνο. Ακούσαμε
και για περιπτώσεις όπου δεν έγινε ούτε αυτή η καταγραφή στα βιβλία της
αστυνομίας.
Μετά από μία
σειρά από διαχρονικές αλλαγές στο νομικό
πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία τόσο της αστυνομίας, όσο και των υπηρεσιών
ψυχικής υγείας, υπάρχουν τόσο οι διαδικασίες όσο και οι θεραπείες που μπορούν
και πρέπει να χορηγούνται από το σύστημα, ανάλογα με την κάθε περίπτωση.
Το πρόβλημα είναι
ότι δεν παρουσιάζεται σωστή συνεκτίμηση του κινδύνου και των χαρακτηριστικών
της κάθε περίπτωσης, αφού όπως και σε άλλες υποθέσεις, η μία υπηρεσία ρίχνει το μπαλάκι ευθύνης στην
άλλη και αυτό πρέπει να σταματήσει.
Υφίσταται η
πρόνοια της πολυθεματικής, όπου βλέπει την κάθε υπηρεσία να καταθέτει τις
απόψεις και τις αρμοδιότητες της για θεραπεία, στο βαθμό της συνεκτίμησης
κινδύνου, ως εκτελεστικές εξουσίες. Αυτό όμως εφαρμόζεται, μόνο όταν γίνεται
καταγραφή και αναφορά, μια τακτική όπου ακόμη και σήμερα κάποιοι αγνοούν, παρά
το γεγονός ότι όλοι πλέον έχουν την εκπαίδευση και γνώση.
Η ανάγκη που
παρουσιάζεται για μεγαλύτερες και περισσότερες δομές που να στηρίζουν τους
ψυχικά ασθενείς είναι εκ των ων ουκ άνευ. Δεν μπορούν όλες οι περιπτώσεις να
χωρέσουν σε ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο. Χρειάζονται περισσότερες στέγες οι
οποίες θα διαχωρίζουν την κάθε περίπτωση, ανάλογα με το βαθμό επικινδυνότητας και
την ηλικία, ώστε να υπάρχει εξειδίκευση στη θεραπεία και την πρόνοια που
λαμβάνεται.
Και αυτό είναι
πλέον αδιαπραγμάτευτη ανάγκη, για να μην βρεθούμε αύριο ενώπιον ενός νέου
οικογενειακού δράματος.
Δρ Ελένη Σταύρου
Υποψήφια Βουλευτής ΔΗΣΥ Λεμεσού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου