Έλενα Ταλιώτου- Δικηγόρος LLBLLM Υπ.Διιδάκτωρ Νομικής Σχολής
|
Ο νόμος για τις μειώσεις των μισθών των κρατικών υπαλλήλων ψηφίστηκε την 1/12/2012 και τέθηκε αμέσως σε ισχύ, αφού κρίθηκε αναγκαίο και επιβεβλημένο μέτρο για να αντιμετωπισθεί η οικονομική κρίση. Με τον ίδιο νόμο μειώθηκαν και οι προσαυξήσεις για δύο χρόνια .
Η πρόταση για την νομοθεσία αυτή έτυχεκαθολικήςαποδοχής και έγκρισης από την την Βουλή ως κοινή απόφαση όλων των κομμάτων το 2012 ώστε να ληφθούν κάποια μέτρα για να σωθεί η χώρα από την οικονομική κατάρρευση.Η νομοθεσίαβασίστηκε στο Σύνταγμα,στους Νόμους στο Κοινοτικόκεκτημένο και ειδικώς στο Δίκαιο της ανάγκης όπου εφαρμόζεται η της αρχής του Ρωμαϊκού Δικαίου salvusreipublicaesupremalexesto, η σωτηρία του κράτους είναι ο υπέρτατος νόμος.
Τελικώς και μετά από την πάροδο περίπου έξη,ετώνχρονικόδιάστημα εις το οποίο η ως άνω νομοθεσία του 2012 τύγχανεαπολύτουεφαρμογής και ισχύος,το ΔιοικητικόΔικαστήριο με τρεις αποφάσειςημερομηνίας 29/03/2019 , σε ενώπιων του προσφυγές οι οποίες καταχωρήθηκαν με την αιτιολογία της παραβίασης του άρθρου 9 τότεΣυντάγματος για αξιοπρεπήδιαβίωσηκαθώς και του αριρου 23 που αφορά το ιδιοκτησιακόδικαίωμα,έκρινε ως αντισυνταγματική την νομοθεσία του 2012 διότι παραβιάζει το άρθρο 23 του Συντάγματος που αφορά στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας στο ότι οι απολαβές αποτελούν περιουσιακό στοιχείο.
Οι αποφάσεις αυτές ημερομηνίας 29/3/2019 έχουν άμεσηισχύ .Ήδη το 2014 το Ανώτατο Δικαστήριο σε μια υπόθεση η οποία αναμφίβολασυνιστάδεσμευτικόπροηγούμενο ,στα πλαίσιαερμηνείας του άρθρου 23 του Συντάγματος έκρινε ότι πρώτον ο μισθός αποτελεί περιουσιακό δικαίωμα και δεύτερον ότι δεν μπορεί να υπάρξει επέμβαση σε αυτό το δικαίωμα για λόγους δημοσίου συμφέροντος διότι τέτοιος περιορισμός δεν προνοείται από τις εξαιρέσεις του άρθρου 23 του Συντάγματος.Περιουσία, δε θεωρείται -πέραν του μισθού- και τα επιδόματα αλλά και οι συντάξεις.
Με τις ιδίεςαποφάσειςκρίθηκαναντισυνταγματικές και οι νομοθεσίες για το πάγωμα των προσαυξήσεων για την Μείωση των απολαβών δημόσιων υπαλλήλων και για το 3% εισφορά στο σχέδιο σύνταξης
Σωρεία αποφάσεων του ΑνώτατουΔικαστηρίου αναφέρονται στις αρχές που διέπουν τη κήρυξη ενός νόμου ως αντισυνταγματικού. Ο νομός ο οποίος κρίνεται αντισυνταγματικός, αυτόματα καθίσταται ανίσχυρος από τον χρόνο εκδόσεώς του, και ένεκα της απώλειας της ισχύος του δεν μπορεί να εφαρμοστεί από τον δικαστή. Συνεπώς , παύει να έχει οποιαδήποτε νομική ισχύ exNunc δηλαδή απότώρα και στο εξής ,για όλη την κοινωνία και για κάθε κάθε αρχή και όργανοτου κράτους ,ωςμηδέποτεγενόμενος.Είναι εξ υπαρχήςάκυρος και/η ανύπαρκτος.
Ως εκ τούτωνο οιοσδήποτε επηρεαζόμενος από την ισχύ καιεφαρμογή της νομοθεσίας η οποίακρίθηκεαντισυνταγματική έχει το δικαίωμα να καταφύγει στην δικαιοσύνη .Στην προκείμενηπερίπτωση εφόσον η απόφασηδηλώνειαντισυνταγματικότητα στον νόμοαυτό ,αυτόματαδηλώνειότι οποιοδήποτε ποσό αποκόπηκε δυνάμει αυτού του νόμου και/η κατακρατήθηκε αυτό αποκτήθηκε και/η κατακρατήθηκεπαράνομα
Ως αντισυνταγματικός νόμοςεξ υπαρχής, ερμηνεύεται σαν να μην υπήρξε ποτέ, άρα δεν αφορά μόνο αυτούς που έχουν προσφύγει στη δικαιοσύνη αλλάόλους τους επηρεαζόμενους .
Βάσει της άμεσηςισχύς των αποφάσεωνημερομηνίας 29/3/2019 η διοίκηση θα πρέπειαμέσως να συμμορφωθείκαι να εφαρμόσειαυτές.Το ίδιοεπιβάλλει και η η πρόνοιατου άρθρου 146 παράγραφος 5 του Συντάγματοςκαθώς και του Νομού 158(1)1999 όπου οι Αρχές και τα όργανα θα πρέπει συμμορφώνονται προς τις αποφάσεις .
Αυτόπρακτικώςσημαίνειότι το κράτοςπρέπει να να αποδώσει στους επηρεαζόμενους ότι κατακράτησε και/η δεν απέδωσε.
Ένεκα της αντισυνταγματικότηταςδηλαδή της μη ύπαρξηςνόμουυπάρχειάμεσηυποχρέωσηκαταβολής των ποσών που απέκοψαν από τους δημόσιους υπαλλήλους, και άμεσηςάρσης του περιορισμού των μισθών και των συντάξεων .
Παράλληλα δεν φαίνεται να υπάρχει οτιδήποτε το οποίο να μπορεί να νομιμοποιεί τις αποκοπές και να ανακόψει το δικαίωμα διεκδίκησης αποζημιώσεων καθ’ ότι έστω και εάν τροποιηθει το Σύνταγμα με την τροποποίηση του άρθρου 23 και την επίκληση του δίκαιου της ανάγκης η τυχόντροποποίηση δεν μπορεί να έχειαναδρομικήισχύ με αποτέλεσμαούτε η παρανομίααλλάούτε και το δικαίωμααποζημίωσης στους επηρεαζόμενουςνα μπορεί να ακυρωθεί.Το δε ΔιοικητικόΔικαστήριο στην απόφαση του ανέφερεκαι την υποχρέωσηδίκαιηςαποζημίωσηςακουμπώνταςτο ζήτημα της υπέροχης του ΕυρωπαϊκούΔίκαιουέναντι του Συντάγματος
Αφού ο νόμος είναι αντισυνταγματικόςανεξαρτήτωςαπόόποιουςέγινε η επίκληση αυτή ,δηλαδήείτεέχουνπροσφύγειείτε δεν έχουνπροσφύγει ,φαίνεταιξεκάθαρα ότι το κράτοςενεργούσεσε καθεστώςπαρανομίαςκαι υποχρεούταιάμεσα να καταβάλει τα κατακρατηθένταεκτόςφυσικά εάν το Εφετείοαποφανθείδιαφορετικά. Το κράτος δε οφείλεινα σταματήσειάμεσα τις αποκοπές και να προχωρήσει στην αποκατάσταση των μισθών να αποδώσει τις προσαυξήσεις και να επιστρέψει με αναδρομική ισχύ τις αποκοπές μισθών και επιδομάτων.
Η απόφαση δε τουΔιοικητικούΔικαστηρίου κρίνει δεσμευτικά και καθολικά την αντισυνταγματικότητα του νομού του 2012 συνεπώς η απόφασηαφορά όχι μόνο μεμονωμένο αριθμό προσφυγών αλλάτου συνόλου των δημοσίων υπαλλήλων.
Είναι φυσικάγνωστό ότι στην Κύπρο δεν υπάρχεινόμος που να υποχρεώνει το κράτος να συμμορφωθεί και να εφαρμόσει τις αποφάσεις των Δικαστηρίων και στη δεδομένη για τους Δημόσιους Υπάλληλουςεάν δεν συμμορφωθεί το κράτος προς την όποιαν ακυρωτική απόφαση, δεν υπάρχει μέθοδος τιμωρίας επί της μη ενεργού συμμόρφωσης. Όμως όπως προαναφέρθηκε σε ένα κράτοςδίκαιου με σεβασμό στα ατομικάδικαιώματα και στις αρχές της νομιμότητας και της χρηστήςδιοίκησης ,το κράτος θα πρέπει να συμμορφωθείκαι να εφαρμόσει την απόφαση των δικαστηρίωντο συντομότερο .
Το κράτοςέχεικαταθέσειέφεσηεναντίον των αποφάσεων του ΔιοικητικούΔικαστηρίου στο ΑνώτατοΔικαστήριο το οποίο ως η τροποποίησητου άρθρου 146 έχειεξουσία να ακυρώσει ή να επικυρώσειδιοικητικήπράξη η οποίααμφισβητήθηκε.Η εξουσία αυτή του ΑνώτατουΔικαστηρίουέχειπρακτικάαποτελέσματα στο να αποφασίσει για ακύρωση η επικύρωσήδιοικητικήςπράξης και αλλά όχι για την εκτέλεση τους . Το κράτοςως είχε δικαίωμα άσκησε το ένδικο μέσο της έφεσηςπροσδοκώντας ότι το εφετείοθα ακυρώσει την πρωτοδίκηαπόφαση. Φυσικά η καταχώρηση Έφεσης δεν αναστέλλει το δικαίωμα εκτέλεσης της απόφασης του πρωτοδίκουδικαστηρίου, ούτε την αναιρείούτε την εξουδετερώνει . Γίνεται η Έφεση για να υπάρξει η τελεσίδικη κρίση του Δικαστηρίου για το σχετικόζήτημα.
Εάν το Εφετείοκαταλήξειότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός το κράτος είναι υποχρεωμένο να αρχίσει να καταβάλλει ότι κατακράτησε και/η δεν απέδωσε.
Εάν το Εφετείοαποτρέψει την πρωτόδικη απόφαση, αυτό σημαίνει πως ότι κατακρατήθηκε και/η δεν αποδόθηκεήτανδικαιολογημένο.
Η Έφεση είναι ορισμένη τον Σεπτέμβριο του 2019 .
Μετά την καταχώρησηέφεσης το κράτοςεπίσηςπροχώρησε σε κατάθεσηαίτησηςαναστολής εκτέλεσης των αποφάσεων του διοικητικού δικαστηρίου. Στην Κυπριακήνομολογία η αναστολή μιας δικαστικής απόφασης αφορά, αναστολή εκτέλεσης της απόφασης και δεν επηρεάζει την ισχύ της απόφασης. Ηαπόφασηεξακολουθεί να ισχύει και να αποτελείδε δικασμένοΕκείνο που μπορεί να ανασταλεί εάν η αιτηση επιτύχει είναι μόνο ηεκτέλεση της απόφασης .
Το αίτημα αυτό είναι δυνατό να εγκριθεί και να δοθεί αναστολή .
Εάνγίνειαποδεκτή η αιτηση αναστολήςθα εκδοθεί διάταγμα αναστολής και αυτόματα η απόφαση θα ανασταλείμέχριτελικήςεκδίκασης της διαδικασίας του Εφετείου .
Το ζήτημαφυσικά είναι ότι με την αιτηση αναστολήςουσιαστικάζητείται από το Δικαστήριο να τεθεί σε ισχύνόμος ο οποίος ήδηκρίθηκε από το ίδιοδικαστήριοαντισυνταγματικόςδηλαδήνόμος ο οποίοςήδηκρίθηκε ότι αντιβαίνει με τους Νόμους και το Σύνταγμα.
Στην περίπτωση αυτή ο νόμος του 2012 έχεικριθείαντισυνταγματικός και με τις αποφάσεις,των οποίων επιζητείται η αναστολήέχειαποκρυσταλλωθεί και δικαιολογηθεί ότι οι απολαβές των δημοσίωνυπάλληλωναποτελούνιδιοκτησιακόδικαίωμαδηλαδήθεμελιώδηδικαίωμα με βάση το Σύνταγμα και τον Χάρτη των ΘεμελιωδώνΔικαιωμάτων του Ενωσιακου Δίκαιουδίδονταςαυτόματααγώγιμο το δικαίωμαγια διεκδίκηση του ποσού των αποκοπών ως αποζημίωσηεναντίον του κράτους και αυτό είναι δικαίωμα για όλους τους επηρεαζόμενουςείτεασκήσανπροσφυγήείτε όχι
Η Αίτησήςαναστολήςέχειοριστεί τον Οκτώβριο .
Είναι πολύ σοβαρό το ζήτημα και δεν θα πρέπει να διαφεύγει την προσοχήςκανενός ότι όσο συνεχίζεται η μη συμμόρφωση και/η η ανυπακοή στις εκ δοθείσεςδικαστικέςαποφάσειςεμφανίζονταιζητήματαανασφάλειας και έλλειψηςεμπιστοσύνης στους θεσμούς στο κράτοςδίκαιουκαι στηνδημοσιάδιοίκησης στα οποία το κράτοςαναπόφευκταίσωςκληθεί να λογοδοτήσει .
Επηρεαζόμενοι από την νομοθεσία η οποία κρίθηκε ως αντισυνταγματικήαπέστειλαν εις το το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας σωρεία επιστολών για την διεκδίκηση των αποζημιώσεων τους το οποίο τους ενημέρωσεότι εναντίον των Αποφάσεων του Διοικητικού Δικαστηρίου στις υποθέσεις αρά. 98/2013 κ.ά., 611/2012 κ.ά. & 1713/2011 κ.ά., στη βάση των οποίων στηρίζονται τα διάφορα αιτήματα, έχουν καταχωρηθεί από τη Δημοκρατία εφέσεις για τις πιο πάνω Αποφάσεις και ενόψει της εκκρεμοδικίας και της μη ύπαρξης τελεσίδικων αποφάσεων, προστίθεται, τα αιτήματα που λαμβάνονται θα εξεταστούν σε μεταγενέστερο χρόνο αναλόγως του αποτελέσματος των Αποφάσεων του ΑνώτατουΔικαστηρίου. Αναφέρεταιεπίσης ως απάντηση ότι το Γενικό Λογιστήριο αναφέρει ότι πρώτα θα εξετάσει την έφεση και αργότερα θα απαντήσει στους ενδιαφερόμενους.
Οι αποφάσεις αφορούν τις ακόλουθες νομοθεσίες:
τον περί της Μείωσης των Απολαβών και των Συντάξεων των Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμο [Ν. 168(Ι)/2012 και τον Τροποποιητικό Νόμο 31(Ι)/2013]
τον περί της Μη Παραχώρησης Προσαυξήσεων και Τιμαριθμικών Αυξήσεων στους Μισθούς των Αξιωματούχων και Εργοδοτούμενων και στις Συντάξεις των Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμο [Ν. 192(Ι)/2011 και τον Τροποποιητικό Νόμο 185(Ι)/2012)]
τον περί των Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμο [Ν. 113(Ι)/2011] και το Νόμο 216(Ι)/2012) που τον αντικατέστησε.
Έλενα Ταλιώτου
Δικηγόρος LLBLLMΥπ.Διιδάκτωρ Νομικής Σχολής