Νέα αποδεσμευμένα έγγραφα του Φόρεϊν Όφις βλέπουν το φως της δημοσιότητας
Μεγαλύτερος εισαγωγέας από τα κατεχόμενα υπήρξε η Βρετανία, που αγνοούσε τις αποφάσεις της Κομισιόν για εμπορία μέσω των νόμιμων λιμανιών της Κυπριακής Δημοκρατίας.
ΜΕΡΟΣ Β
Στις 28 Νοεμβρίου 1983 (μετά τη μονομερή ανακήρυξη του ψευδοκράτους από τον Ρ. Ντενκτάς στις 15 Νοεμβρίου 1983), η κυπριακή κυβέρνηση ζήτησε όπως -και σύμφωνα με τη Συμφωνία Σύνδεσης (Κύπρου/ΕΟΚ)- μόνο εμπορεύματα που φέρουν σφραγίδα και πιστοποιητικά της Κυπριακής Δημοκρατίας και που εξάγονται από τα νόμιμα αναγνωρισμένα λιμάνια και αεροδρόμιά της, γίνονται δεκτά για εξαγωγή σε χώρες μέλη της ΕΟΚ.
Η Βρετανία όμως, σύμφωνα με τα αποδεσμευμένα έγγραφα, ήταν ο μεγαλύτερος εισαγωγέας προϊόντων από τα κατεχόμενα. Λέγει μια αναφορά: «Οι Ελληνοκύπριοι και Έλληνες διατηρούν εμπορικό εμπάργκο εναντίον της βόρειας Κύπρου. Εμείς δεν έχουμε τέτοιο. Ανεπίσημα υπολογίζεται ότι εμείς παίρνουμε περίπου τα ? των τουρκοκυπριακών εξαγωγών». (Σε άλλο έγγραφο αυτό καθορίζεται ώς το 70%).
Η απόφαση της κυπριακής κυβέρνησης ανησύχησε τους Βρετανούς και εντόπισαν ότι μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ως δικαιολογητικό το Άρθρο 5 της Συμφωνίας Σύνδεσης, που έλεγε μεταξύ άλλων πως: «Οι κανονισμοί που καλύπτουν το εμπόριο μεταξύ ενδιαφερομένων μερών δεν πρέπει να δίνουν αφορμή για οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ χωρών μελών, ή μεταξύ υπηκόων ή εταιρειών αυτών των χωρών, ούτε υπηκόων ή εταιρειών της Κύπρου».
Σε έγγραφο αναφέρεται ότι το Νομικό Τμήμα του Συμβουλίου (ΕΟΚ) συμβούλευσε πως η κυπριακή Note Verbale (Ρηματική Διακοίνωση) έπρεπε να ακολουθηθεί εντός της Κοινότητας σε σχέση με τις τροποποιήσεις που θα γίνονταν στις τελωνειακές σφραγίδες κτλ, όμως η Κοινότητα έπρεπε να ενεργήσει με τέτοιον τρόπο, ούτως ώστε όλες οι τροποποιήσεις στις τελωνειακές διαδικασίες να μη δημιουργούν ή εισάγουν το στοιχείο της διάκρισης μεταξύ υπηκόων της Δημοκρατίας της Κύπρου, ή εμποδίζουν μέρος του πληθυσμού τα νήσου από το να έχει οφέλη από τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από τη Συμφωνία (Σύνδεσης).
Θάτσερ και κατεχόμενα λιμάνια
Σε συνάντησή του, στις 18 Ιανουαρίου του 1984 με τη Βρετανίδα Πρωθυπουργό Μάργκαρετ Θάτσερ, ο Πρόεδρος Κυπριανού, σύμφωνα με αποδεσμευμένο έγγραφο, την προέτρεψε να δεχθεί η Βρετανία την απόφαση της Κομισιόν να εμπορεύεται μόνο μέσω των αναγνωρισμένων λιμανιών της Κυπριακής Κυβέρνησης και προέβαλε την άποψη ότι, αν η Βρετανία άλλαζε τη θέση της, άλλες χώρες μέλη θα έκαναν το ίδιο.
Η Πρωθυπουργός τού είπε ότι έπρεπε να αποφεύγεται η διαίρεση της νήσου και δεν έπρεπε να σπρώχνουν τους Τουρκοκυπρίους για εμπόριο μέσω Τουρκίας. «Ίσως να ήταν καλύτερα να θεωρούνται τα λιμάνια στην τουρκοκυπριακή περιοχή ως νόμιμα λιμάνια», του είπε. Ο Πρόεδρος Κυπριανού υποσχέθηκε να στείλει σημείωμα στην Πρωθυπουργό, μετά τις συνομιλίες που θα είχε στις 20 Ιανουαρίου με την Ευρωπαϊκή Κομισιόν. Η Κυπριακή Υπάτη Αρμοστεία έστειλε σχετικό Aide - Memoire (υπόμνημα) στο Φόρεϊν Όφις ημερ. 23.1.1984.
Να κρατήσουμε χαμηλούς τόνους
Στις 20 Ιανουαρίου 1984, ο αξιωματούχος D. C. Wilson του Νοτίου Τμήματος Ευρώπης (Φ.Ο.), σε εσωτερικό σημείωμα προς συναδέλφους του, έγραψε ότι ήταν ξεκάθαρο ότι ο Πρόεδρος Κυπριανού θεωρούσε τους ίδιους ως τους κύριους υποστηρικτές του στάτους κβο.
«Εμείς τώρα θα κρατήσουμε πολύ χαμηλούς τόνους στις Βρυξέλλες και θα αφήσουμε άλλους να ηγηθούν την αντίθετη θέση στη γραμμή της Κομισιόν (στη συναίνεσή της στις ελληνοκυπριακές απαιτήσεις). Θα πρέπει να συνεχίσουμε να χειριζόμαστε το θέμα πολύ προσεκτικά, αν δεν θέλουμε να επηρεάσουμε τα συμφέροντά μας στο νησί με το να προσβάλλουμε υπερβολικά τους Ελληνοκυπρίους…», ήταν η προτροπή του αξιωματούχου του Φ.Ο.
Η απογοήτευση του Κυπριανού
Την 1 Φεβρουαρίου 1984, ο Βρετανός Ύπ. Αρμοστής στη Λευκωσία κ. W. J. A. Wilberforce ενημέρωνε το Λονδίνο ότι ο Πρόεδρος Κυπριανού τού είπε ότι ήταν απογοητευμένος από τις έγκυρες πληροφορίες που είχε από τις Βρυξέλλες, ότι το Ηνωμένο Βασίλειο πρωτοστατούσε εναντίον των προτάσεων της Κομισιόν για τις εμπορικές διευθετήσεις με τα κατεχόμενα.
Του είχαν μάλιστα πει ότι το Λονδίνο είχε διαβεβαιώσει τον Τούρκο Υπ. Εξωτερικών ότι το ΗΒ θα έκανε σίγουρο ότι οι προτάσεις της Κομισιόν δεν υλοποιούνταν. Ο Κυπριανού επέμενε ότι η Κομισιόν είχε την εξουσία να υλοποιήσει τις προτάσεις της δίχως αναφορά στο Συμβούλιο…
Ο Ύπ. Αρμοστής απάντησε στον Κυπριανού εξηγώντας ότι το ΗΒ με την υποστήριξη της πλειοψηφίας των χωρών μελών, περιλαμβανομένης και της γαλλικής προεδρίας, πίστευαν ότι το θέμα των εμπορικών διευθετήσεων με τον «Βορρά» ήταν θέμα που έπρεπε να αποφασίσουν οι χώρες μέλη και όχι η Κομισιόν. Προφανώς σ' αυτή τη βάση να είχε γίνει η δήλωση του Λονδίνου προς τον Τούρκο υπουργό Χαλέφογλου, του είπε.
Ο Ύπ. Αρμοστής υποστήριξε, όπως και η Πρωθυπουργός, ότι σε διαφορετική περίπτωση οι Τουρκοκύπριοι θα προέβαιναν σε εξαγωγές μέσω Τουρκίας, αλλά ο Κυπριανού αντέκρουσε το θέση αυτή. Ο Ύπ. Αρμοστής του τόνισε ότι σίγουρα δεν ήταν πρόθεσή τους (Βρετανών) να ηγηθούν αρνητικής στάσης έναντι των προτάσεων της Κομισιόν και της Κυπριακής Κυβέρνησης.
Δηλώσεις Γ. Ιακώβου προς Βρετ. Υπ. Αρμοστεία
Στις 29 Φεβρουαρίου 1984, ο ΄Υπ. Αρμοστής κ. Wilberforce, σε μιαν άλλη ενημέρωσή του προς το Λονδίνο, αναφερόταν σε δηλώσεις του Υπ. Εξωτερικών κ. Γ. Ιακώβου. Σύμφωνα με όσα του είπε ο κ. Ιακώβου ο ΄Υπ. Αρμοστής έβρισκε ότι ο Πρόεδρος Κυπριανού ενεργούσε λογικά, όχι μόνο ο Κυπριανού είχε δώσει στον ΓΓ του ΟΗΕ το περίγραμμα για συνολική λύση, αλλά, όπως τον επιβεβαίωσε ο Γ. Ιακώβου, στις 24 Φεβρουαρίου (1984) ενεθάρρυνε θετικά τον Πέρες ντε Κουεγιάρ να ακολουθήσει το πακέτο για τα Βαρώσια έτσι δημιουργώντας την εντύπωση ότι από μέρους του θα ήταν έτοιμος να δεχθεί μια διευθέτηση σ' αυτές τις γραμμές.
«…Ο Ιακώβου μου είπε ότι η κυπριακή κυβέρνηση έχει δουλέψει πάνω σε διάφορες ιδέες για να κρατήσει τα πράγματα να τρέχουν, σε περίπτωση που ο Ντενκτάς κάνει κάποια κίνηση έξω από το σημερινό αδιέξοδο. Αργότερα στη συζήτηση ανέφερε ότι, αν αυτό συνέβαινε, θα ήταν έτοιμος να δεχθεί όπως οι διευθετήσεις του 1977 για τις πιστοποιήσεις των τουρκοκυπριακών εξαγωγών προς την Κοινότητα συνεχίσουν. Ενώ εν τη απουσία τέτοιας κίνησης, δεν μπορούσε να συμφωνήσει σε τέτοια διευθέτηση, γιατί απλά θα βοηθούσε τον Ντενκτάς να σταθεροποιήσει τη νέα του 'Δημοκρατία'.
Αν ο Ντενκτάς ανταποκριθεί λογικά στον Πέρες ντε Κουεγιάρ, δεν πιστεύω οι Ελληνοκύπριοι να μας πιέσουν σκληρά στο θέμα των τουρκοκυπριακών εξαγωγών. Ίσως να βλέπουν ότι το να τους αρνηθούν την ειδική πρόσβαση προς την Κοινότητα πιθανόν να έχει αντίθετα αποτελέσματα, όπως όντως απείλησε ο Ντενκτάς…» (Εδώ εντοπίζεται μια διαφορά στις θέσεις Προέδρου Κυπριανού και ΥΠΕΞ Γ. Ιακώβου).
Η αδράνεια της ΕΟΚ
Στις 12 Απριλίου 1984, ο τότε Υφυπουργός Ευρώπης στο Φόρεϊν Όφις κ. Malcolm Rifkind απάντησε με επιστολή του προς τον μ. Sir Hugh Rossi (Συντηρητικό Βουλευτή περιοχής Hornsey), στον οποίο είχε γράψει ο Σύνδεσμος Κυπρίων Γυναικών, θέτοντας το θέμα εισαγωγής προϊόντων από τα κατεχόμενα στο ΗΒ, και ζητώντας να μάθουν γιατί το ΗΒ παραβίαζε την οδηγία της ΕΟΚ, που είχε πάρει το Συμβούλιο Υπουργών της ΕΟΚ.
Και εξήγησε:
«Η κατάσταση δεν είναι ακριβώς όπως σας την περιέγραψαν οι ψηφοφόροι της περιοχής σας. Κατόπιν της υποτιθέμενης μονομερούς ανακήρυξης από τους Τουρκοκυπρίους, η κυπριακή κυβέρνηση ζήτησε να αποσυρθούν από την ΕΟΚ οι ειδικές ταρίφες για προϊόντα που εξάγονται από το βόρειο μέρος της νήσου. Μελετώντας την αίτηση αυτή, η Κοινότητα βρέθηκε σε δυσκολία.
Η Συμφωνία Σύνδεσης ΕΟΚ-Κύπρου περιλαμβάνει δύο πρόνοιες, οι οποίες είναι δύσκολο να συμφιλιωθούν η μια με την άλλη κάτω από τις σημερινές καταστάσεις. Από τη μία είναι ο αναγκαίος και αδιαμφισβήτητος ρόλος της κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως φέρουσα την υπογραφή στη Συμφωνία και ως μόνης νόμιμης κυβέρνησης της Κύπρου. Αλλά, από την άλλη, υπάρχει η προϋπόθεση στο Άρθρο 5 της Συμφωνίας, το οποίο λέγει ότι πρέπει να αποφεύγεται οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ των δύο κοινοτήτων.
Εκείνο που έκανε η Κομισιόν ήταν να κυκλοφορήσει, σύμφωνα με τις διαδικασίες, το νέο έγγραφο της Κυπριακής Κυβέρνησης στις εθνικές Αρχές, δίχως συνοδευτικές οδηγίες ή εισηγήσεις, αντίθετα με ό,τι θεωρούν οι ψηφοφόροι σας ότι έκανε το Συμβούλιο Υπουργών. Αντιλαμβανόμαστε ότι η Κομισιόν βρίσκεται σε επαφή με την κυπριακή κυβέρνηση…».
Ο κ. Rifkind έγραψε, επίσης, ότι εν τω μεταξύ χώρες μέλη, περιλαμβανομένου και του ΗΒ, ήσαν διστακτικές ως προς το να πράξουν διαφορετικά, μέχρι να δουν πώς μπορεί να λυθεί η αντίθεση στις δύο πρόνοιες της Συμφωνίας και δεν είχαν πρόθεση να αλλάξουν την πρακτική (συναλλαγής με τα κατεχόμενα) αλλά, βέβαια, διατηρούσαν το θέμα υπό αναθεώρηση.
Όμως άλλο έγγραφο, ημερ. 9 Φεβρουαρίου 1984, φανερώνει ότι η βρετανική αντιπροσωπία ενεθάρρυνε την κυκλοφορία του εγγράφου της κυπριακής κυβέρνησης δίχως καμία εισήγηση, αγνοώντας ουσιαστικά τις κυπριακές απαιτήσεις. Οι μεγαλύτεροι εισαγωγείς προϊόντων από τα κατεχόμενα ήσαν οι Βρετανοί και οι Γερμανοί.
Να σημειωθεί ότι προηγήθηκε στις 10 Απριλίου 1984 συνάντηση στο Φόρεϊν Όφις με μέλη της Εθνικής Συντονιστικής Επιτροπής Κυπρίων στη Βρετανία και τη Λαίδη Young και άλλους αξιωματούχους για το Κυπριακό, όπου συζητήθηκε και το θέμα των εισαγωγών στο ΗΒ από τα κατεχόμενα.
Ερευνήτρια/Δημοσιογράφος